πολυωρῶ

πολυωρῶ
πολυωρέω
treat with much care
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
πολυωρέω
treat with much care
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυωρώ — έω, ΜΑ 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με πολλή φροντίδα, φροντίζω πολύ, δίνω μεγάλη προσοχή 2. εκτιμώ πολύ 3. παθ. πολυωροῡμαι, έομαι εκτιμώμαι πολύ από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωρῶ (< ωρος < ὥρα «φροντίδα»), πρβλ. ολιγ ωρώ] …   Dictionary of Greek

  • πολυωρία — ἡ, Α [πολυωρῶ] μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • πολυωρητικός — ή, όν, Α [πολυωρῶ] πολύ προσεκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”